- πλανημα
- πλάνημα-ατος (ᾰν) τό1) блуждание, скитание Aesch.2) спутанность, смятение
(ψυχῆς Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ψυχῆς Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλάνημα — wandering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάνημα — τὸ, Α [πλανώμαι] (ποιητ. τ.) 1. περιπλάνηση («πρὸς αὐτό δ εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων», Αισχύλ.) 2. μτφ. ανησυχία («ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν», Σοφ.) … Dictionary of Greek
πλανημάτων — πλάνημα wandering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήματα — πλάνημα wandering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήματος — πλάνημα wandering neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)